- μεσαιωνοδίφης
- ο, ηεπιστήμονας (φιλόλογος, αρχαιολόγος, ιστορικός κτλ.) που μελετάει την ιστορία, τις τέχνες και τα γράμματα του μεσαίωνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεσαιωνοδίφης — ο επιστήμονας ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη και την έρευνα τής ιστορίας, τής γλώσσας και τού πολιτισμού τού μεσαίωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσαίωνας) + δίφης (< διφῶ «ψηλαφώ»), πρβλ. αστρο δίφης, ιστοριο δίφης. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Επ … Dictionary of Greek
Πετί-Ντιτάιγ, Σαρλ — (Petit Dutailis, 1868 – 1947). Γάλλος ιστορικός μεσαιωνοδίφης. Διετέλεσε μέλος της Ακαδημίας Επιγραφών και Γραμμάτων. Στα έργα του για την ιστορία της μεσαιωνικής Γαλλίας, Αγγλίας και Ολλανδίας, συγκέντρωσε ιδιαίτερα την προσοχή του στην πολιτική … Dictionary of Greek
Τζερόλα, Ιωσήφ — (Gerola, 1877 – 1949). Ιταλός μεσαιωνοδίφης και αρχαιολόγος. Μετά το τέλος των σπουδών του (1900), στάλθηκε από το Ινστιτούτο της Βενετίας στην Κρήτη, για να μελετήσει τα βυζαντινά και βενετικά μνημεία του νησιού. Ύστερα από παραμονή 2 ετών στο… … Dictionary of Greek